Από την Άρτεμη Παπαζαχαρή-Φελεσάκη
με την επιμέλεια της φιλολόγου Μαρίας Μαγουλά*
Το βιβλίο αναφέρεται στη ζωή της Ζωής κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στην Αθήνα όπου κυρίως έμενε. Η μητέρα της ήταν από τη Γαλλία και ονομάζονταν Έμμα κι ο πατέρας της ήταν διευθυντής σχολείου και τον έλεγαν Σωκράτη. Η Ζωή είχε και δύο μεγαλύτερες αδερφές, την Ειρήνη που ήταν κοντά στην ηλικία της και την Ελένη που ήταν μεγαλύτερη και από τις δυο.
Η Ζωή ήταν αχώριστα δεμένη με τις φίλες της, την Αθηνά, το Κούλι και την Αννούλα. Γι' αυτό ήταν οι πρώτες που έμαθαν οτι ο Περικλής της είπε πως την αγαπά. Όπως ήταν οι πρώτες που έμαθαν το λυπητερό νέο που έφερε ο Άρης, φίλος του Περικλή που πολεμούσαν μαζί αεροπόροι, ότι ο Περικλής σκοτώθηκε όταν το αεροπλάνο του έπεσε. Ο Άρης λίγο καιρό μετά από αυτό πήγε στην Αίγυπτο. Ο Σωκράτης δυσκολευόταν να θρέψει την οικογένειά του γιατί κατά τη διάρκεια της Κατοχής έβρισκες δύσκολα φαγητό και αν έβρισκες ήταν ακριβό. Έτσι αποφάσισε να στείλει τη Ζωή στο Λαύριο όπου δούλευε η αδερφή της και υπήρχε φαγητό και για τις δυο. Η Ζωή στην αρχή δεν ήθελε να πάει, όμως όταν πήγε, έμεινε με την αδερφή της και γνώρισε τον Δημήτρη που ήταν φίλος της Ελένης. Όχι μόνο άλλαξε γνώμη αλλά συμμετείχε και σε αντιφασιστικές εκδηλώσεις κατά των Γερμανών και των Ιταλών, που οργάνωνε ο Δημήτρης μαζί με άλλους. Ο Δημήτρης δεν άργησε να της πει πως την αγαπάει κι ας την ήξερε λίγες μόνο μέρες. Λίγο καιρό αργότερα γύρισε στην Αθήνα μαζί με τον Δημήτρη, ο οποίος πήγε για να βοηθήσει την αντίσταση και εκεί. Την ίδια στιγμή οι Γερμανοί είχαν πιάσει το Σέβα και το Γιούρα, αδέρφια Λευκορώσοι παιδικοί καλοί φίλοι της Ζωής, που είχαν κηρύξει την απεργία του υφαντουργείου αφού μπήκαν στο σπίτι τους και τους πήγαν βίαια στη φυλακή.
Όταν η Ζωή μίλησε στον πατέρα της για τις διαδηλώσεις του Λαυρίου, εκείνος ταράχτηκε και ήταν κάθετα αρνητικός μαζί της. Γι' αυτό κάθε φορά που πήγαινε να μοιράσει προκηρύξεις, να γράψει αντιφασιστικά συνθήματα ή να πάει σε κάποια συγκέντρωση, έβρισκε διάφορες δικαιολογίες για να καλυφθεί. Την Αννούλα , ένα βράδυ ενώ μοίραζε προκηρύξεις την έπιασαν Ιταλοί φρουροί και την έβαλαν φυλακή. Λίγο καιρό αργότερα, ο Σέβα και ο Γιούρα, έτυχε να βρίσκονται στα ογδόντα τυχαία ονόματα φυλακισμένων που θα κρέμαγαν οι Γερμανοί, λίγο έξω από την Αθήνα. Μάλιστα ο Σέβα είχε στείλει και ένα γράμμα που έγραφε, "Τώρα μπορώ να έχω ίσα δικαιώματα με τους Έλληνες, γιατί πέθανα για την Ελλάδα". Οι Γερμανοί συνέχιζαν να σκοτώνουν και να βασανίζουν ανθρώπους. Τα βράδια έμπαιναν στα σπίτια και σκόρπιζαν τον πανικό. Όχι για πολύ όμως, οι σύμμαχοι έφτασαν και θα διώξουν τους Γερμανούς. Ωστόσο η Έμμα μια μέρα λιποθύμησε και όταν ξύπνησε έλεγε πως έβλεπε διάφορα, που όμως δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα, είχε τρελαθεί και χρειάστηκε να τη στείλουν στο φρενοκομείο στο Δαφνί. Τώρα τα νοικοκυρικά τα έκανε η κυρα Μοσχούλα. Λίγο καιρό αργότερα η Ελλάδα απελευθερώθηκε, οι Γερμανοί έφυγαν και γινόταν πανηγύρι. Όλοι διασκέδαζαν, σταμάτησαν οι σκοτωμοί, η πείνα η αρρώστια και όλα τα άσχημα του πολέμου.
Η Ζωή είναι τώρα είκοσι χρονών και νιώθει κυρίαρχος του κόσμου. Η Αννούλα βγήκε από τη φυλακή και ήταν ερωτευμένη με το Μιχάλη που γνώρισε στη φυλακή. Η Ζωή θα παντρευόταν το Δημήτρη, το Κούλι και ο Γιώργος, ο ξάδερφος της Ζωής, ήταν κι εκείνοι μαζί αγαπημένοι από τότε που η Ζωή πήγε στο Λαύριο. Το Κούλι το είπε στις φίλες της και ο Άρης έστειλε τηλεγράφημα στην Ειρήνη πως θα γυρίσει στην Αθήνα και εννοείτε πως η Ειρήνη πέταξε από την χαρά της γιατί τον αγαπούσε πολύ.
Αυτά συζητούσαν οι τέσσερις αχώριστες φίλες -Ζωή, Κούλι, Αθηνά και Αννούλα- στο πανηγύρι. Τώρα πια καταργείται η τρέλα, ο θάνατος, η πείνα, η παγωνιά, η αρρώστια, ο φόβος, η απελπισία, τώρα η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ.
*Η εκπαιδευτικός Μαρία Μαγουλά στα πλαίσια του μαθήματος των Νέων Ελληνικών και της δραστηριότητας "Φιλαναγνωσία" ενθαρρύνει τους μαθητές της συμπληρώνοντας ένα φύλλο εργασίας να περιγράψουν ένα βιβλίο που διάβασαν.
με την επιμέλεια της φιλολόγου Μαρίας Μαγουλά*
Το βιβλίο αναφέρεται στη ζωή της Ζωής κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στην Αθήνα όπου κυρίως έμενε. Η μητέρα της ήταν από τη Γαλλία και ονομάζονταν Έμμα κι ο πατέρας της ήταν διευθυντής σχολείου και τον έλεγαν Σωκράτη. Η Ζωή είχε και δύο μεγαλύτερες αδερφές, την Ειρήνη που ήταν κοντά στην ηλικία της και την Ελένη που ήταν μεγαλύτερη και από τις δυο.
Η Ζωή ήταν αχώριστα δεμένη με τις φίλες της, την Αθηνά, το Κούλι και την Αννούλα. Γι' αυτό ήταν οι πρώτες που έμαθαν οτι ο Περικλής της είπε πως την αγαπά. Όπως ήταν οι πρώτες που έμαθαν το λυπητερό νέο που έφερε ο Άρης, φίλος του Περικλή που πολεμούσαν μαζί αεροπόροι, ότι ο Περικλής σκοτώθηκε όταν το αεροπλάνο του έπεσε. Ο Άρης λίγο καιρό μετά από αυτό πήγε στην Αίγυπτο. Ο Σωκράτης δυσκολευόταν να θρέψει την οικογένειά του γιατί κατά τη διάρκεια της Κατοχής έβρισκες δύσκολα φαγητό και αν έβρισκες ήταν ακριβό. Έτσι αποφάσισε να στείλει τη Ζωή στο Λαύριο όπου δούλευε η αδερφή της και υπήρχε φαγητό και για τις δυο. Η Ζωή στην αρχή δεν ήθελε να πάει, όμως όταν πήγε, έμεινε με την αδερφή της και γνώρισε τον Δημήτρη που ήταν φίλος της Ελένης. Όχι μόνο άλλαξε γνώμη αλλά συμμετείχε και σε αντιφασιστικές εκδηλώσεις κατά των Γερμανών και των Ιταλών, που οργάνωνε ο Δημήτρης μαζί με άλλους. Ο Δημήτρης δεν άργησε να της πει πως την αγαπάει κι ας την ήξερε λίγες μόνο μέρες. Λίγο καιρό αργότερα γύρισε στην Αθήνα μαζί με τον Δημήτρη, ο οποίος πήγε για να βοηθήσει την αντίσταση και εκεί. Την ίδια στιγμή οι Γερμανοί είχαν πιάσει το Σέβα και το Γιούρα, αδέρφια Λευκορώσοι παιδικοί καλοί φίλοι της Ζωής, που είχαν κηρύξει την απεργία του υφαντουργείου αφού μπήκαν στο σπίτι τους και τους πήγαν βίαια στη φυλακή.
Όταν η Ζωή μίλησε στον πατέρα της για τις διαδηλώσεις του Λαυρίου, εκείνος ταράχτηκε και ήταν κάθετα αρνητικός μαζί της. Γι' αυτό κάθε φορά που πήγαινε να μοιράσει προκηρύξεις, να γράψει αντιφασιστικά συνθήματα ή να πάει σε κάποια συγκέντρωση, έβρισκε διάφορες δικαιολογίες για να καλυφθεί. Την Αννούλα , ένα βράδυ ενώ μοίραζε προκηρύξεις την έπιασαν Ιταλοί φρουροί και την έβαλαν φυλακή. Λίγο καιρό αργότερα, ο Σέβα και ο Γιούρα, έτυχε να βρίσκονται στα ογδόντα τυχαία ονόματα φυλακισμένων που θα κρέμαγαν οι Γερμανοί, λίγο έξω από την Αθήνα. Μάλιστα ο Σέβα είχε στείλει και ένα γράμμα που έγραφε, "Τώρα μπορώ να έχω ίσα δικαιώματα με τους Έλληνες, γιατί πέθανα για την Ελλάδα". Οι Γερμανοί συνέχιζαν να σκοτώνουν και να βασανίζουν ανθρώπους. Τα βράδια έμπαιναν στα σπίτια και σκόρπιζαν τον πανικό. Όχι για πολύ όμως, οι σύμμαχοι έφτασαν και θα διώξουν τους Γερμανούς. Ωστόσο η Έμμα μια μέρα λιποθύμησε και όταν ξύπνησε έλεγε πως έβλεπε διάφορα, που όμως δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα, είχε τρελαθεί και χρειάστηκε να τη στείλουν στο φρενοκομείο στο Δαφνί. Τώρα τα νοικοκυρικά τα έκανε η κυρα Μοσχούλα. Λίγο καιρό αργότερα η Ελλάδα απελευθερώθηκε, οι Γερμανοί έφυγαν και γινόταν πανηγύρι. Όλοι διασκέδαζαν, σταμάτησαν οι σκοτωμοί, η πείνα η αρρώστια και όλα τα άσχημα του πολέμου.
Η Ζωή είναι τώρα είκοσι χρονών και νιώθει κυρίαρχος του κόσμου. Η Αννούλα βγήκε από τη φυλακή και ήταν ερωτευμένη με το Μιχάλη που γνώρισε στη φυλακή. Η Ζωή θα παντρευόταν το Δημήτρη, το Κούλι και ο Γιώργος, ο ξάδερφος της Ζωής, ήταν κι εκείνοι μαζί αγαπημένοι από τότε που η Ζωή πήγε στο Λαύριο. Το Κούλι το είπε στις φίλες της και ο Άρης έστειλε τηλεγράφημα στην Ειρήνη πως θα γυρίσει στην Αθήνα και εννοείτε πως η Ειρήνη πέταξε από την χαρά της γιατί τον αγαπούσε πολύ.
Αυτά συζητούσαν οι τέσσερις αχώριστες φίλες -Ζωή, Κούλι, Αθηνά και Αννούλα- στο πανηγύρι. Τώρα πια καταργείται η τρέλα, ο θάνατος, η πείνα, η παγωνιά, η αρρώστια, ο φόβος, η απελπισία, τώρα η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ.
*Η εκπαιδευτικός Μαρία Μαγουλά στα πλαίσια του μαθήματος των Νέων Ελληνικών και της δραστηριότητας "Φιλαναγνωσία" ενθαρρύνει τους μαθητές της συμπληρώνοντας ένα φύλλο εργασίας να περιγράψουν ένα βιβλίο που διάβασαν.