Από την Άρτεμη Παπαζαχαρή- Φελεσάκη
με την επιμέλεια της φιλολόγου Μαρίας Μαγουλά*
Σύμη 1919-1931. Η Ελένη είναι μια γυναίκα που μαζί με το Σωτήρη έκανε δύο μεγάλες κόρες, τη Μαρία, μία μικρότερη και ένα μικρό γιο. Απ' όλα τα παιδιά η Μαρία ξεχώριζε. Ήταν η πρώτη που πήγε σχολείο και ακολούθησαν τα μικρά της αδέρφια.. Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε το ραδιόφωνο και το ηλεκτρικό (το ηλεκτρικό ήταν από τους πρώτους που το είδε στη Σύμη, έκανε κύκλους γύρω από τα φώτα και της φαινόταν μαγικό).
Αλεξάνδρεια 1931-1945. Η Μαρία δώδεκα χρονών πήγε στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια και εκεί γνώρισε την Κα Θέκλα που φρόντισε τη Μαρία μέχρι να έρθει η ώρα να φύγει για το Πορτ Τεουφίκ που έμεινε στη θεία της, η οποία της είχε τάξει σπουδές και καλό γάμο. Τελικά κατέληξε να δουλεύει για το γιο της θείας της, δηλαδή να φροντίζει το παιδί του και να κάνει δουλειές στο σπίτι. Με αφορμή ένα τσακωμό η Μαρία είπε όσα είχαν συμβεί σε μια Γαλλίδα την Μαντάμ Αλουάρ και έμεινε μαζί της στο Πορτ Σάιντ. Η μαντάμ Αλουάρ της έμαθε γαλλικά κι ο μάγειρας του σπιτιού της έμαθε να μαγειρεύει. Ταυτόχρονα διάβαζε βιβλία ιατρικής και έμαθε να κάνει ενέσεις κι απ' αυτό να βγάζει κάποια χρήματα. Ένα καλοκαίρι επισκέφτηκε την οικογένειά της στη Σύμη. Γύρισε στο Πορτ Σάιντ. Λίγο καιρό αργότερα πληροφορήθηκε ότι ο μικρός της αδερφός είχε πεθάνει. Εκείνη στεναχωρήθηκε, έβαλε μαύρα ρούχα και δεν ήταν ευδιάθετη. Σ' ένα πάρτυ Χριστουγέννων γνώρισε τον Πήτερ με τον οποίο ήταν έτοιμοι να παντρευτούν. Η μαντάμ Αλουάρ πέθανε όταν έμαθε από το ραδιόφωνο ότι η Γαλλία κατακτήθηκε από τους Γερμανούς αφού δεν ήθελε να τρώει και ούσα ογδόντα χρονών πέθανε από ασιτία. Ύστερα, λίγες μέρες πριν παντρευτεί η Μαρία τον Πήτερ, αυτός σκοτώθηκε σε μια αποστολή από μια βόμβα. Τότε η Μαρία αποφάσισε να φύγει, πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου δούλευε σ' ένα νοσοκομείο και ξαναβρήκε την Κα Θέκλα. Μετά από διάφορα γεγονότα που συνέβησαν, η Μαρία γνώρισε τον Κυριάκο, παντρεύτηκαν μετά από καιρό και έκαναν ένα κοριτσάκι. Λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το 1945, πήγαν στην Αθήνα, στο σπίτι που έμεναν οι γονείς του Κυριάκου. Εκεί έκαναν ένα δεύτερο κοριτσάκι αλλά δεν είχαν όσα χρήματα χρειάζονταν και η Μαρία άρχισε πάλι να δουλεύει κάνοντας ενέσεις. Οι κόρες της μεγάλωσαν και ο Κυριάκος πέθανε από έμφραγμα. Η Μαρία ήταν χάλια και δεν μπορούσε να το αντέξει. Οι κόρες της Μαρίας προσπαθούσαν να την κάνουν να ξεχάσει εκείνη όμως δε μπορούσε και έτσι το καλοκαίρι πήγε στη Σύμη στους δικούς της. Γύρισε στην Αθήνα μαυρισμένη από τον ήλιο και ανανεωμένη, όμως μετά από λίγο καιρό άρχισε να πονάει η μέση της. Οι κόρες της πίστευαν πως ήταν λόγω ηλικίας, ογδόντα χρονών, αλλά οι εξετάσεις έδειξαν ότι είχε κάποιο άλλο πρόβλημα και χρειάζονταν να κάνει εγχείρηση. Έκανε την εγχείρηση αλλά πάλι δεν ήταν καλά. Η μεγάλη της κόρη έβλεπε την Μαρία, την μητέρα της που τα μισάνοιχτα μάτια της κινούνταν γρήγορα λες και έβλεπε κάτι, της χάιδευε το χέρι και της μιλούσε σιγανά. Τότε μια νοσοκόμα της είπε τρυφερά "τράβηξε το χέρι σου παιδί μου, δεν την αφήνεις να φύγει". Τα χαρακτηριστικά της Μαρίας ήταν τραβηγμένα, δε μιλούσε, δεν επικοινωνούσε, μόνο ανάσαινε αργά και με κόπο. Τα μάτια όλων ήταν καρφωμένα στα χείλη της, στην ανάσα που ήταν όλο και πιο αργή μέχρι που κάποια στιγμή δε ξαναβγήκε. Σταμάτησε και η ανάσα των άλλων,περίμεναν και μ' έναν τελευταίο αναστεναγμό που ήρθε με καθυστέρηση η Μαρία έφυγε.στην κηδεία ήρθαν όλοι, φίλοι και συγγενείς από τη Σύμη, γείτονες από το σπίτι που έμενε. Όλοι έλεγαν πόσο τους είχε εξυπηρετήσει και τους είχε συμπαρασταθεί.
Έκπληκτη η μεγάλη της κόρη άκουσε μια φίλη της που είχε χρόνια να τη δει, να λέει πως κατά τη διάρκεια της Χούντας είχε κρύψει τον άνδρα της σ' ένα υπόγειο της πολυκατοικίας. "Είχε κοινωνική συνείδηση" είπε η φίλη και μ' αυτήν τη φράση αποκρυπτογραφήθηκε όλη η ζωή της Μαρίας. Ήταν μια τελετή με εκπλήξεις. Όταν έφτασε η στιγμή του ενταφιασμού στέκονταν όλοι γύρω από το φέρετρο. Η κόρη της δεν ήθελε να το ανοίξουν, ήθελε να τη θυμούνται όλοι όπως ήταν στα καλά της, όμορφη και ζωηρή. Τα τρία γεροντάκια, ο Γιάννης, ο Γιώργος και ο Άλκης, τρεις παλιοί φίλοι και "σωματοφύλακες" με το δικό τους τρόπο από την Αλεξάνδρεια, σε άθλια κατάσταση όλοι τους ήταν εκεί. Ο Άλκης ξέφυγε από τους άλλους και απαίτησε να ανοίξουν το φέρετρο. Το άνοιξαν, ο Άλκης έσκυψε, της χάιδεψε τα μαλλιά με μεγάλη τρυφερότητα, την φίλησε και της είπε: "Αντίο Μαριώ μου, αντίο Αλεξάνδρεια". 'Αντίο μαμά" είπε η κόρη της και ήταν η δικής τελευταία φράση που δεν τόλμησε να ξεστομίσει. Η πρώτη της κόρη ήθελε να την σκέφτεται και να την φαντάζεται μικρή κάτω από τον φανοστάτη, όταν ήρθαν τα ηλεκτρικά στη Σύμη, την έβλεπε να γυρίζει γύρω γύρω κυνηγώντας τη σκιά της, όπως η γάτα που προσπαθεί να πιάσει την ουρά της.Ζαλίστηκε και στάθηκε, τα φώτα της προκυμαίας έκαναν τρελούς κύκλους γύρω της. Καταλάβαινε ότι ζούσε κάτι μοναδικό, οτι ήταν μια κουκκίδα σε μια ιστορική στιγμή. Όταν συνήλθε από τη ζαλάδα και τα πράγματα πήραν την κανονική τους μορφή, δεν της άρεσαν, τα προτιμούσε τρελά και κινούμενα όπως ήταν πριν. άρχισε να τρέχει πάλι γύρω από το φανοστάτη κι έπειτα ζαλισμένη και παραπαίουσα στάθηκε κι έβλεπε τα φώτα να δίνουν παράσταση μόνο για εκείνη. "Ένα κοριτσάκι τρελάθηκε" φώναξε κάποιος ....
*Η εκπαιδευτικός Μαρία Μαγουλά στα πλαίσια του μαθήματος των Νέων Ελληνικών και της δραστηριότητας "Φιλαναγνωσία" ενθαρρύνει τους μαθητές της συμπληρώνοντας ένα φύλλο εργασίας να περιγράψουν ένα βιβλίο που διάβασαν.
με την επιμέλεια της φιλολόγου Μαρίας Μαγουλά*
Σύμη 1919-1931. Η Ελένη είναι μια γυναίκα που μαζί με το Σωτήρη έκανε δύο μεγάλες κόρες, τη Μαρία, μία μικρότερη και ένα μικρό γιο. Απ' όλα τα παιδιά η Μαρία ξεχώριζε. Ήταν η πρώτη που πήγε σχολείο και ακολούθησαν τα μικρά της αδέρφια.. Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε το ραδιόφωνο και το ηλεκτρικό (το ηλεκτρικό ήταν από τους πρώτους που το είδε στη Σύμη, έκανε κύκλους γύρω από τα φώτα και της φαινόταν μαγικό).
Αλεξάνδρεια 1931-1945. Η Μαρία δώδεκα χρονών πήγε στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια και εκεί γνώρισε την Κα Θέκλα που φρόντισε τη Μαρία μέχρι να έρθει η ώρα να φύγει για το Πορτ Τεουφίκ που έμεινε στη θεία της, η οποία της είχε τάξει σπουδές και καλό γάμο. Τελικά κατέληξε να δουλεύει για το γιο της θείας της, δηλαδή να φροντίζει το παιδί του και να κάνει δουλειές στο σπίτι. Με αφορμή ένα τσακωμό η Μαρία είπε όσα είχαν συμβεί σε μια Γαλλίδα την Μαντάμ Αλουάρ και έμεινε μαζί της στο Πορτ Σάιντ. Η μαντάμ Αλουάρ της έμαθε γαλλικά κι ο μάγειρας του σπιτιού της έμαθε να μαγειρεύει. Ταυτόχρονα διάβαζε βιβλία ιατρικής και έμαθε να κάνει ενέσεις κι απ' αυτό να βγάζει κάποια χρήματα. Ένα καλοκαίρι επισκέφτηκε την οικογένειά της στη Σύμη. Γύρισε στο Πορτ Σάιντ. Λίγο καιρό αργότερα πληροφορήθηκε ότι ο μικρός της αδερφός είχε πεθάνει. Εκείνη στεναχωρήθηκε, έβαλε μαύρα ρούχα και δεν ήταν ευδιάθετη. Σ' ένα πάρτυ Χριστουγέννων γνώρισε τον Πήτερ με τον οποίο ήταν έτοιμοι να παντρευτούν. Η μαντάμ Αλουάρ πέθανε όταν έμαθε από το ραδιόφωνο ότι η Γαλλία κατακτήθηκε από τους Γερμανούς αφού δεν ήθελε να τρώει και ούσα ογδόντα χρονών πέθανε από ασιτία. Ύστερα, λίγες μέρες πριν παντρευτεί η Μαρία τον Πήτερ, αυτός σκοτώθηκε σε μια αποστολή από μια βόμβα. Τότε η Μαρία αποφάσισε να φύγει, πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου δούλευε σ' ένα νοσοκομείο και ξαναβρήκε την Κα Θέκλα. Μετά από διάφορα γεγονότα που συνέβησαν, η Μαρία γνώρισε τον Κυριάκο, παντρεύτηκαν μετά από καιρό και έκαναν ένα κοριτσάκι. Λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το 1945, πήγαν στην Αθήνα, στο σπίτι που έμεναν οι γονείς του Κυριάκου. Εκεί έκαναν ένα δεύτερο κοριτσάκι αλλά δεν είχαν όσα χρήματα χρειάζονταν και η Μαρία άρχισε πάλι να δουλεύει κάνοντας ενέσεις. Οι κόρες της μεγάλωσαν και ο Κυριάκος πέθανε από έμφραγμα. Η Μαρία ήταν χάλια και δεν μπορούσε να το αντέξει. Οι κόρες της Μαρίας προσπαθούσαν να την κάνουν να ξεχάσει εκείνη όμως δε μπορούσε και έτσι το καλοκαίρι πήγε στη Σύμη στους δικούς της. Γύρισε στην Αθήνα μαυρισμένη από τον ήλιο και ανανεωμένη, όμως μετά από λίγο καιρό άρχισε να πονάει η μέση της. Οι κόρες της πίστευαν πως ήταν λόγω ηλικίας, ογδόντα χρονών, αλλά οι εξετάσεις έδειξαν ότι είχε κάποιο άλλο πρόβλημα και χρειάζονταν να κάνει εγχείρηση. Έκανε την εγχείρηση αλλά πάλι δεν ήταν καλά. Η μεγάλη της κόρη έβλεπε την Μαρία, την μητέρα της που τα μισάνοιχτα μάτια της κινούνταν γρήγορα λες και έβλεπε κάτι, της χάιδευε το χέρι και της μιλούσε σιγανά. Τότε μια νοσοκόμα της είπε τρυφερά "τράβηξε το χέρι σου παιδί μου, δεν την αφήνεις να φύγει". Τα χαρακτηριστικά της Μαρίας ήταν τραβηγμένα, δε μιλούσε, δεν επικοινωνούσε, μόνο ανάσαινε αργά και με κόπο. Τα μάτια όλων ήταν καρφωμένα στα χείλη της, στην ανάσα που ήταν όλο και πιο αργή μέχρι που κάποια στιγμή δε ξαναβγήκε. Σταμάτησε και η ανάσα των άλλων,περίμεναν και μ' έναν τελευταίο αναστεναγμό που ήρθε με καθυστέρηση η Μαρία έφυγε.στην κηδεία ήρθαν όλοι, φίλοι και συγγενείς από τη Σύμη, γείτονες από το σπίτι που έμενε. Όλοι έλεγαν πόσο τους είχε εξυπηρετήσει και τους είχε συμπαρασταθεί.
Έκπληκτη η μεγάλη της κόρη άκουσε μια φίλη της που είχε χρόνια να τη δει, να λέει πως κατά τη διάρκεια της Χούντας είχε κρύψει τον άνδρα της σ' ένα υπόγειο της πολυκατοικίας. "Είχε κοινωνική συνείδηση" είπε η φίλη και μ' αυτήν τη φράση αποκρυπτογραφήθηκε όλη η ζωή της Μαρίας. Ήταν μια τελετή με εκπλήξεις. Όταν έφτασε η στιγμή του ενταφιασμού στέκονταν όλοι γύρω από το φέρετρο. Η κόρη της δεν ήθελε να το ανοίξουν, ήθελε να τη θυμούνται όλοι όπως ήταν στα καλά της, όμορφη και ζωηρή. Τα τρία γεροντάκια, ο Γιάννης, ο Γιώργος και ο Άλκης, τρεις παλιοί φίλοι και "σωματοφύλακες" με το δικό τους τρόπο από την Αλεξάνδρεια, σε άθλια κατάσταση όλοι τους ήταν εκεί. Ο Άλκης ξέφυγε από τους άλλους και απαίτησε να ανοίξουν το φέρετρο. Το άνοιξαν, ο Άλκης έσκυψε, της χάιδεψε τα μαλλιά με μεγάλη τρυφερότητα, την φίλησε και της είπε: "Αντίο Μαριώ μου, αντίο Αλεξάνδρεια". 'Αντίο μαμά" είπε η κόρη της και ήταν η δικής τελευταία φράση που δεν τόλμησε να ξεστομίσει. Η πρώτη της κόρη ήθελε να την σκέφτεται και να την φαντάζεται μικρή κάτω από τον φανοστάτη, όταν ήρθαν τα ηλεκτρικά στη Σύμη, την έβλεπε να γυρίζει γύρω γύρω κυνηγώντας τη σκιά της, όπως η γάτα που προσπαθεί να πιάσει την ουρά της.Ζαλίστηκε και στάθηκε, τα φώτα της προκυμαίας έκαναν τρελούς κύκλους γύρω της. Καταλάβαινε ότι ζούσε κάτι μοναδικό, οτι ήταν μια κουκκίδα σε μια ιστορική στιγμή. Όταν συνήλθε από τη ζαλάδα και τα πράγματα πήραν την κανονική τους μορφή, δεν της άρεσαν, τα προτιμούσε τρελά και κινούμενα όπως ήταν πριν. άρχισε να τρέχει πάλι γύρω από το φανοστάτη κι έπειτα ζαλισμένη και παραπαίουσα στάθηκε κι έβλεπε τα φώτα να δίνουν παράσταση μόνο για εκείνη. "Ένα κοριτσάκι τρελάθηκε" φώναξε κάποιος ....
*Η εκπαιδευτικός Μαρία Μαγουλά στα πλαίσια του μαθήματος των Νέων Ελληνικών και της δραστηριότητας "Φιλαναγνωσία" ενθαρρύνει τους μαθητές της συμπληρώνοντας ένα φύλλο εργασίας να περιγράψουν ένα βιβλίο που διάβασαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου